νωχαλός

English (LSJ)

ή, όν, = νωχελής, Hsch. (νοχ- cod.); Comp. -έστερος, ψυχή Androcyd. ap. Clem.Al. Strom. 7.6.33.

German (Pape)

[Seite 274] und νωχαλής, auch νοχαλός, andere Schreibungen für νωχελής, Hesych., so auch νωχαλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νωχᾰλός: -ή, -όν, = νωχελής, κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ κνώδαλον· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νωχαλίζει· βραδύνει».

Greek Monolingual

νωχαλός, -ή, -όν και, κατά τον Ησύχ., νωχαλής (Α)
νωχελής, νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. του νωχελής].