-ή, -ό νωχελής1. αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος, νωχελής2. αυτός που γίνεται με νωχέλεια («νωχελικές κινήσεις»). επίρρ...νωχελικώς και -άμε νωχέλεια, οκνηρά.