αμέριμνος
Heraclitus, fr. B 119 Diels
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμέριμνος, -ον)
αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος
αρχ.
1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον
η αμεριμνησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μέριμνα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ
αρχ.-μσν.
ἀμεριμνία
νεοελλ.
αμεριμνοσύνη.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμεριμνομέριμνος].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο