νόθειος
Greek (Liddell-Scott)
νόθειος: -α, -ον, ὁ τοῦ νόθου ἢ ἀνήκων εἰς νόθον· τὰ νόθεια ἢ νοθεῖα (ἐξυπακ. χρήματα), ἡ κληρονομία νόθου, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1656· «νοθεῖα: τὰ τοῖς νόθοις ἐκ τῶν πατρῴων διδόμενα οὕτω καλεῖται, ἦν δὲ μέχρι χιλίων δραχμῶν» Ἁρποκρ. ἐν λέξ.
Russian (Dvoretsky)
νόθειος: принадлежащий внебрачному ребенку или предназначенный для внебрачных детей (χρήματα Arph.).