κληρονομία

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρονομία Medium diacritics: κληρονομία Low diacritics: κληρονομία Capitals: ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: klēronomía Transliteration B: klēronomia Transliteration C: klironomia Beta Code: klhronomi/a

English (LSJ)

ἡ,
A inheritance, Isoc.19.43, etc.; ἡ κληρονομία κατὰ τὴν ἀγχιστείαν inheritance as heir-at-law, D.43.3; κληρονομία μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Arist.Pol.1309a23: metaph., εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί have taken possession of... Id.EN1153b33.
2 property, possession, ἀνέζευξεν ἕκαστος εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ LXX Ju.16.21(25), cf. 1 Ma.2.56, 6.24.

German (Pape)

[Seite 1451] ἡ, das Erben, die Erbschaft; ἡ κλ, κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem. 43, 3; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι, ἀλλὰ κατὰ γένος Arist. pol. 5, 8; Sp., bes. LXX; auch übertr., Anteil, εἰλήφασί γε τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί Arist. Eth. 7, 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
participation à un héritage, droit d'hérédité.
Étymologie: κληρονόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληρονομία -ας, ἡ κληρονόμος erfenis:; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι ἀλλὰ κατὰ γένος de erfenissen dienen niet bij schenking te worden nagelaten, maar op grond van afstamming Aristot. Pol. 1309a23; overdr.: εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί de lichamelijke genietingen hebben zich de naam (genot) toegeëigend Aristot. EN 1153b33. christ. (bezit van) het christelijk heil.

Russian (Dvoretsky)

κληρονομία:
1 участие в наследстве, наследование (κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem.; κατὰ γένος Arst.);
2 получение в удел: τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν λαμβάνειν Arst. получать название;
3 наследие, удел, доля (οὐκ ἔχειν κληρονομίαν ἔν τινι NT).

English (Strong)

from κληρονόμος; heirship, i.e. (concretely) a patrimony or (genitive case) a possession: inheritance.

English (Thayer)

κληρονομίας, ἡ (κληρονόμος), the Sept. time and again for נַחֲלָה, several times for יְרֵשָׁה, מורָשָׁה, etc.;
1. an inheritance, property received (or to be received) by inheritance, (Isocrates, Demosthenes, Aristotle): a possession (cf. English inheritance); see κληρονομέω, 2): διδόναι τί τίνι κληρονομίαν, λαμβάνειν τί εἰς κληρονομίαν, Aristotle, eth. Nic. 7,14, p. 1153b, 33)). Agreeably to the O. T. usage, which employs נַחֲלָה now of the portion of the holy land allotted to each of the several tribes (κληρονομέω, 2), the noun κληρονομία, lifted to a loftier sense in the N.T., is used to denote a. "the eternal blessedness in the consummated kingdom of God which is to be expected after the visible return of Christ": τῆς κληρονομίας, genitive of apposition (Winer's Grammar, § 59,8a.)); ἡμῶν, destined for us, τοῦ Θεοῦ, given by God, 18.
b. the share which an individual will have in that eternal blessedness: Ephesians 5:5.

Greek Monolingual

και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) κληρονόμος.]
το σύνολο ή το μέρος της περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο του κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β. «ὡμολογεῖτο γὰρ παρὰ πάντων τῆς γυναικὸς εἶναικληρονομία κατά τὴν ἀγχιστείαν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κληρονόμοι, απόγονοι
2. πνευματική ή ψυχική ιδιότητα γονέων, προγόνων, η οποία μεταβιβάζεται στα τέκνα, στους απογόνους
3. φρ. «πνευματική κληρονομία του έθνους» — το σύνολο τών συγγραμμάτων τών προγόνων
μσν.
1. ωφέλεια, απόκτημα
2. ο θρησκευόμενος λαός, οι πιστοί
3. δικαίωμα κληρονομίας
4. κλήρος, μερίδιο γης
5. κτήμα
μσν.-αρχ.
1. μερίδιο, συμμετοχή
2. κατοχή, εξουσία.

Greek Monotonic

κληρονομία: ἡ, κληρονομιά, σε Δημ.· γενικά, κλ. λαμβάνειν τινός, αποκτώ την κυριότητά του, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονομία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἰσοκρ. 393Α, κτλ.· κλ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Δημ. 1051. 11· κλ. μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20· ― καθόλου, κλ. λαμβάνειν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 13, 6.

Middle Liddell

κληρονομία, ἡ,
an inheritance, Dem.:—generally, κλ. λαμβάνειν τινός to take possession of…, Arist. [from κληρονόμος

Chinese

原文音譯:klhronom⋯a 克累羅-挪米阿
詞類次數:名詞(14)
原文字根:份-適用 相當於: (נַחֲלָה‎)
字義溯源:承受產業,承受基業,產業,家業,基業,得基業,嗣業,業,一份(遺產),基業;源自(κληρονόμος)=承繼人);由(κλῆρος)*=鬮,骰子)與(νόμος)=律法,分出)組成,而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(14);太(1);可(1);路(2);徒(2);加(1);弗(3);西(1);來(2);彼前(1)
譯字彙編
1) 產業(5) 太21:38; 可12:7; 路20:14; 徒7:5; 來9:15;
2) 基業(2) 徒20:32; 彼前1:4;
3) 承受產業(2) 加3:18; 弗5:5;
4) 業(1) 來11:8;
5) 承受基業(1) 西3:24;
6) 嗣業(1) 弗1:18;
7) 得基業(1) 弗1:14;
8) 家業(1) 路12:13

English (Woodhouse)

inheritance, right of inheriting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

inheritance

Arabic: مِيرَاث‎, إرْثْ‎, وِرْث‎; Hijazi Arabic: ورث‎; Armenian: ժառանգություն; Avar: ирс; Azerbaijani: irs, miras; Bashkir: мираҫ; Berber Tashelhit: ⴰⵢⴷⴰ; Bulgarian: наследство; Catalan: herència; Chinese Mandarin: 遺產/遗产; Dutch: erfenis, erfdeel; Esperanto: heredo; Faroese: ættararvur; Finnish: perintö, perintöosa; French: héritage; Galician: herdanza; German: Erbe, Erbteil; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌹, 𐌷𐌻𐌰𐌿𐍄𐍃; Greek: κληρονομιά; Ancient Greek: κληρονομία; Hungarian: örökség; Icelandic: dánargjöf, arfleifð; Irish: oidhreacht; Italian: eredità; Japanese: 遺産; Kabuverdianu: erdansa; Kyrgyz: мурас; Latin: herctum; Maori: whakareretanga; Ngazidja Comorian: mafa; Old English: ierfe; Plautdietsch: Oafgoot; Polish: spadek; Portuguese: herança; Romanian: moștenire; Russian: наследство; Sanskrit: रेक्णस्; Scottish Gaelic: oighreachd; Serbo-Croatian: nasledstvo; Slovak: dedičstvo; Spanish: herencia; Swahili: urithi, mirathi; Swedish: arv; Tagalog: mana, manahan; Thai: มรดก; Turkish: miras, bırakıt, tereke; Ukrainian: спадок, спадщина; Walloon: eritaedje, eritance; Welsh: etifeddiad, etifeddiadau; Yiddish: ירושה‎