νύναμαι

English (LSJ)

[ῠ], Cret. for δύναμαι, Leg.Gort.8.20,12.32.

Greek Monolingual

νύναμαι (Α)
(κρητ. τ.) δύναμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δύναμαι, με αφομοιωτική τροπή του δ σε ν. Η σύνδεση του τ. με τη λ. νους δεν θεωρείται πιθανή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: νυνατός Cret. for δύναμαι, δυνατός;
See also: s.there and on νόος.

Frisk Etymology German

νύναμαι: νυνατός
{núnamai}
Etymology: kret. für δύναμαι, δυνατός; s.d. u. νόος.
Page 2,327