νους
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νοῦς, Α και ασυναίρ. τ. νόος)
1. η ικανότητα του νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών του ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ' ὦτα τον τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ», Σοφ.)
2. μεγάλη διανοητική ικανότητα, οξυδέρκεια, ευφυΐα
3. το αποτέλεσμα του νοεῖν, διανόημα, σκέψη (α. «άσκοπος ο νους, διπλός ο κόπος» — λέγεται στην περίπτωση που κάποιος κοπιάζει μάταια επειδή ενεργεί απερίσκεπτα, παροιμ.
β. «ο νους του πάει πάντα στο κακό»)
4. η αξιοποίηση της ικανότητας στη σκέψη με αποτελεσματικό και επιτυχημένο τρόπο, σύνεση, σωφροσύνη
5. φρ. α) «έχω τον νου μου σε κάτι ή σε κάποιον» ή «ἔχω νοῦν» — έχω στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι ή σε κάποιον, προσέχω ή φροντίζω κάτι ή κάποιον (α. «έχε τον νου σου στα παιδιά μέχρι να γυρίσω από τα ψώνια» β. «ὅπως μὴ oἱ Ἀθηναῖοι πρὸς τὰς ὁλκάδας μᾶλλον, ἢ πρὸς τὰς τριήρεις, νοῦν ἔχωσιν», Θουκ.)
β) «έχω νου» ή «κέκτημαι νοῦν» — είμαι συνετός, σκέπτομαι σωστά και λογικά
γ) «έχω κατά νου» ή «έχω στον νου» ή «ἐν νόῳ ἔχω» — σκέπτομαι να κάνω κάτι, έχω σκοπό να κάνω κάτι («έν νόῳ ἔχουσα τείσεσθαι τὸν Κανδαύλεα», Ηρόδ.)
6. (σχετικά με λέξη ή φράση) σημασία, νόημα (α. «ποιος είναι ο νους του αρχαίου κειμένου;» β. «οὗτος ὁ νόος τοῦ ῥήματος», Ηρόδ.)
7. παροιμ. «νους υγιής εν σώματι υγιεί» — η διανοητική και σωματική ευεξία είναι αλληλένδετες
νεοελλ.
1. (φιλοσ.-ψυχολ.) το πλέγμα τών ικανοτήτων του ανθρώπου που συνδέονται με ενεργήματα όπως είναι η αντίληψη, η ανάμνηση, η μελέτη, η αξιολόγηση και η απόφαση και που ανακλώνται σε «γεγονότα» όπως είναι οι αισθήσεις, οι αντιλήψεις, οι συγκινήσεις, η μνήμη, οι επιθυμίες, διάφοροι τύποι συλλογισμού, κινήτρων, επιλογών, χαρακτηριστικών της προσωπικότητας καθώς και στο ασυνείδητο
2. άτομο με μεγάλη ικανότητα στη σκέψη, βαθυστόχαστος, έξυπνος
3. η διανοητική ενέργεια, ο τρόπος με τον οποίο ένα σύνολο ατόμων με ειδική παιδεία ή απασχόληση αντιλαμβάνεται και κρίνει τα πράγματα («πολιτικός νους»)
4. προαίσθηση
5. φαντασία
6. φρ. α) «κοινός νούς» — η ικανότητα του να σκέπτεται κανείς ορθά σύμφωνα με την κοινή αντίληψη
β) «λέω με τον νου μου» — σκέπτομαι, λογαριάζω
γ) «τον νου σου!» — πρόσεχε
δ) «νά 'χουμε τον νου μας» — να είμαστε προσεκτικοί
ε) «έχει νου και ανανού» — είναι ευφυέστατος, είναι τετραπέρατος
στ) «κοντά στον νου κι η γνώση» — είναι ευνόητο και συνετό
ζ) «κάνω όξω νου» — είμαι αμέριμνος
η) «όξω νου και πέρα βρέχει» — είμαι εντελώς αδιάφορος
θ) «δεν είσαι με τον νου σου» — δεν έχεις τα λογικά σου
ι) «βγάλ'το από τον νου σου» — πάψε να το συζητάς, δεν γίνεται («δεν πρόκειται να πάμε σινεμά σήμερα, βγαλ' το απ' τον νου σου»)
ια) «αποβγαίνω αχ' τον νου μου» — χάνω τα λογικά μου
ιβ) «βάζω με τον νου μου» ή «βάνω στον νου μου» — προτίθεμαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι
ιγ) «βάνει ο νους μου πόθο σε κάποιον» — έχω ερωτευθεί, ποθώ κάποιον
ιδ) «κομπώνω τον νου μου» — αυταπατώμαι, ξεγελιέμαι
ιε) «σηκώνει ο νους μου» — τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου
ιστ) «σηκώνω τον νου κάποιου»
i) καθιστώ κάποιον παράφρονα
ii) αφαιρώ από κάποιον τη δυνατότητα να σκεφθεί λογικά
iii) ξελογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον ερωτικά
ιζ) «σκορπίζω τον νού μου» ή «έχω τον νου μου σκορπιστό» — μέ απασχολούν ταυτόχρονα πολλές σκέψεις
ιη) «σκορπίζω (ή διασκορπίζω) τον νου κάποιου» — αφαιρώ τη φρόνηση και τη λογική από κάποιον
ιθ) «υπολαμβάνω τον νου μου» — σκέπτομαι, εξετάζω κάτι
κ) «έχω στον νου κάποιον (ή κάτι)» ή «φέρει ο νους μου κάποιον (ή κάτι)» — μού έρχεται κάτι στο μυαλό, ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι
κα) «φέρνει ο λογισμός στο (κατά) νου(ν)» — περνά μια σκέψη από το μυαλό μου
κβ) «χάνω τον νου μου»
i) ταράζομαι, αναστατώνομαι, σαστίζω, τά χάνω
ii) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ
κγ) «ψηλώνει ο νους μου» — έχω μεγάλες φιλοδοξίες, στοχεύω πολύ ψηλά
κδ) «βάζω στον νου κάποιου κάτι» — υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι
νεοελλ.-μσν.
1. γνώμη, απόφαση
2. τρόπος σκέψης, νοοτροπία
3. φρ. α) «ανοίγω τον νου κάποιου» — διαφωτίζω κάποιον
β) «βάνει (ή βάλλει) ο νους μου»
i) νοιάζομαι, σκέπτομαι
ii) φαντάζομαι, αναλογίζομαι
iii) υπολογίζω
iv) υποπτεύομαι
γ) «βάνω στον νου» — συνειδητοποιώ, κατανοώ
δ) «δίδει ο νους μου» — κάνω τη σκέψη
ε) «παίρνω τον νου κάποιου» — κάνω κάποιον να παραφρονήσει
στ) «χάνω τον νου μου» — παραφρονώ
ζ) «φέρνω στο (κατά) νου(ν)» — θυμάμαι, αναλογίζομαι
η) «εις (τον) νου(ν) μου» ή «στον νου(ν) μου», ή «με τον νου(ν) μου» ή «μέσα στον νου(ν) μου»
i) στο μυαλό μου, ενδόμυχα
ii) με τη φαντασία μου
μσν.
1. πρόνοια
2. ψυχική διάθεση
3. συνείδηση
4. φιλοδοξία
5. (κατά τη χριστιανική αντίληψη) ο θεός
6. στον πληθ. οἱ Νόες
οι αγγελικές δυνάμεις
7. φρ. α) «ἀναβιβάζει ὁ νοῦς μου» — κρίνω
β) «ἀπαφήνω νοῦν» — λιποθυμώ
γ) «βάνει μὲ ὁ νοῦς» — παίρνω την απόφαση
δ) «βάνω ἄλλον νοῦ» — αναθεωρώ τις απόψεις μου, αλλάζω γνώμη
ε) «βάνω νοῦν» — αποφασίζω
στ) «βαρῶ τὸν νοῦν κάποιου» — προκαλώ αίσθημα ανίας, κουράζω
ζ) «γεμίζω στὸ νοῦ μου» — κάνω τη σκέψη, εξετάζω το ενδεχόμενο
η) «δὲν μὲ χωρεῖ ὁ νοῦς μου» — δεν αρκούμαι σε κάτι, είμαι ανήσυχος, έχω ανικανοποίητο χαρακτήρα
θ) «δίδει ὁ νοῦς μου» — χαίρομαι, ξεδίνω
ι) «εἶναι ὁ νοῦς μου εἰς...»
i) σκέπτομαι κάτι
ii) συμφωνώ, συγκατατίθεμαι
iii) αποφασίζω κάτι
ια) «εμβάζω κάτι εἰς νοῦν» — επιδιώκω κάτι
ιβ) «ἔρχομαι εἰς (τὸν) (ή κατά) νοῦν»
i) συνέρχομαι ύστερα από λιποθυμία
ii) συνέρχομαι ύστερα από ξαφνικό και δυσάρεστο γεγονός
ιγ) «ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου»
i) έχω υπ' όψιν μου
ii) γνωρίζω
ιδ) «κατερωτῶ τὸν νοῦν» — απορώ, θαυμάζω
ιε) «κεῖται ὁ νοῦς μου σὲ κάτι» — σκοπεύω, σχεδιάζω κάτι
ιστ) «κρατῶ στὸν νοῦ μου» — θυμάμαι
ιζ) «ὀρθώνω τὸν νοῦν» — εντείνω την προσοχή μου σε κάτι
ιη) «ορμᾱ (μου) ὁ νοῦς (πρὸς) κάτι» — αισθάνομαι την επιθυμία ή την ανάγκη για κάτι
ιθ) «ἔχω τὴν ὁρμή τοῦ νοός πρὸς κάτι»
i) στρέφω την προσοχή μου σε κάτι
ii) αναλαμβάνω πολεμική επιχείρηση
κ) «παίρνεται ὁ νοῦς μου» — αναστατώνομαι, τά χάνω
κα) «παρέρχεται ὁ νοῦς μου» — ταράζομαι, αναστατώνομαι
κβ) «ρίπτω ἐκ τὸν νοῦν μου κάτι» — ξεχνώ, λησμονώ
κγ) «στήνω τὸν νοῦν μου» — δίδω μεγάλη προσοχή, συγκεντρώνομαι
κδ) «συμφέρω τὸν νοῦν μου»
i) ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι
ii) εξετάζω κάτι πιο λογικά
κε) «φεύγει ὁ νοῦς μου» — χάνω τις αισθήσεις μου
μσν.-αρχ.
σκοπός, επιδίωξη («ἡμῖν... ἐν νόῳ ἐγένετο εἰπεῖν ταῦτα» Ηρόδ.)
αρχ.
1. η καρδιά, ως έδρα των αισθήσεων («έν στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστί», Ομ. Ιλ.)
2. (φιλοσ.) α) ο λογισμός, η λογική ως η δρώσα αρχή του σύμπαντος
β) (στον Αναξαγόρα) η δύναμη η οποία επενήργησε στα πρώτα στοιχειώδη μόρια της ύλης
γ) (κατά τον Πυθαγόρα) ονομασία της μονάδας
3. σχέδιο («σὺ δὲ oἱ νόον οὐκ ἐτέλεσσας», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. α) «ἐν νόῳ λαμβάνω τι» — αντιλαμβάνομαι κάτι, κατανοώ
β) «νοῦν κέκτημαι» — είμαι συνετός
γ) «ἔχει νοῦν»
(ως απρόσ.) έχει λογική, έχει νόημα
δ) «κατὰ νοῦν» — σύμφωνα με τις διαθέσεις κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε θ. με -F- voF- και συνδέεται με γοτθ. snutrs «φρόνιμος, έξυπνος», παρά τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει η σύνδεση αυτή. Η μαρτυρία όμως στη Μυκηναϊκή ορισμένων ανθρωπωνυμίων, πρβλ. wipinoo = Fιφίνοος, aikinoo που δεν εμφανίζουν -F- (το F δηλώνεται κανονικώς στη μυκην. γραμμ. γραφή Β), αν συνδεθούν με το νόος, αποκλείουν την άποψη ότι η λ. ανάγεται σε θ. με -F- (στο ανθρωπωνύμιο ΠoλυνόFa το -F- οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους). Εκτός αν, όπως υποστηρίζεται, τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια σε -νοος συνδέονται με το ρ. νέομαι «επιστρέφω, γυρίζω» — όπως και το ρ. νοώ συνδέεται, κατ' άλλους, με το γοτθ. nasjan «σώζω», οπότε πρέπει να δεχθούμε εξέλιξη από τη σημ. «σώζω» στη σημ. «παρατηρώ», ανάλογη με εκείνην του λατ. servo «διαφυλάσσω, διασώζω» και «παρατηρώ, θεωρώ». Έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις, εξίσου αβέβαιες, όπως η σύνδεση της λ. με το ρ. νεύω «κουνώ το κεφάλι με ιδιαίτερο νόημα, με ιδιαίτερη σημασία», με τη λ. πινυτός «έξυπνος», το κρητικό νύναμαι «μπορώ» και το ρ. νέω (Ι) «κολυμπώ». Τέλος, η λ. έχει αναχθεί σε θ. voy-, πρβλ. αρχ. ινδ. naya- «οδηγία». Η λ. νόος / νοῦς με σημ. «εξυπνάδα, πνεύμα» ενέχει και μια συναισθηματική χροιά «ψυχική διάθεση, τάση», κατά την οποία καλύπτει κατά ένα μέρος τη σημ. της λ. θυμός. Στους μτγν. χρόνους η λ. νοῦς χρησιμοποιήθηκε ως φιλοσοφικός όρος για να δηλώσει την υπέρτατη δύναμη. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό στα ανθρωπωνύμια Ἀλκίνοος, Ἀρσίνοος, Ἀριστόνους, Εὔνοος, Πραξινόη κ.λπ.
ΠΑΡ. νοερός, νοώ (Ι)
αρχ.
νοηρός, νοήρης, νοΐδιον
μσν.
νοϊκός, νοώ (ΙΙ).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νουθετώ, νουνεχής
αρχ.
νοοβλαβής, νοοειδής, νοόπλαγκτος, νοοπλανής, νοόπληκτος, νοοπλήξ, νοοποιός, νοοσύνθετος, νοοσφαλής, νουβυστικός
μσν.
νοογάστωρ
νεοελλ.
νοολογία, νοομαντεία, νοομάντης. (Β' συνθετικό -νους) κουφόνους, κρυψίνους, οξύνους, σύννους, υψίνους
αρχ.
αυτόνους, βλαιτόνους, γλυκύνους, δοκησίνους, εμβαθύνους, εύνους, θελξίνους, θερμόνους, θηλύνους, ιμερόνους, κακόνους, καχυπόνους, κρυφόνους, ποικιλόνους, σοφόνους, στερρόνους, τελεσίνους, υγρόνους, υπέρνους, υψηλόνους, φαιδρόνους φαυλόνους
νεοελλ.
αγχίνους, αμβλύνους, άνους, βαθύνους, βραδύνους, ελαφρόνους, ευρύνους, μεγαλόνους, μικρόνους, παχύνους, περίνους, ταχύνους. (Β' συνθετικό -νοος) αρχ. αγριόνοος, αγχίνοος, αεξίνοος, αερσίνοος, αθελξίνοος, αλιτρόνοος, αμαρτίνοος, αμερσίνοος, αμφίνοος, ανθρωπόνοος, άνοος, αντίνοος, αριστόνοος, αρτίνοος, ασύννοος, αυτόνοος, βαθύνοος, βραδύνοος, βριθύνοος, διχόνοος, δύσνοος, εγερσίνοος, έκνοος, ελαφρόνοος, έννοος, εύνοος, ευρύνοος, θελξίνοος, θηλύνοος, ιθύνοος, κακόνοος, καχυπόνοος, κλεψίνοος, κλυτόνοος, κουφόνοος, κρυψίνοος, μεγαλόνοος, μυχόνοος, ομόνοος, οψίνοος, παράνοος, παχύνοος, περίνοος, περισσόνοος, πολύνοος, πραΰνοος, πρόνοος, ρηξίνοος, σοφόνοος, σύννοος, τερψίνοος, υγρόνοος, υψηλόνοος, υψίνοος, ωκύνοος].
Translations
mind
Ainu: ケウトゥㇺ, ラㇺ, ラマ, ラマッ, ラム; Albanian: mendje; Amharic: አዕምሮ; Arabic: عَقْل, ذِهْن, خَلَد; Egyptian Arabic: عقل; Hijazi Arabic: عَقِل; Armenian: բանականություն, խելք; Old Armenian: միտ; Aromanian: minte; Assamese: মন; Asturian: mente; Azerbaijani: ağıl, fikir, zehin; Bashkir: аҡыл; Basque: adimen, buru, gogo, sen; Belarusian: розум; Bengali: মন; Bulgarian: ум, разум, мисъл, акъл; Burmese: စိတ်; Catalan: ment; Cherokee: ᎣᏓᏅᏛ; Chinese Mandarin: 智力, 悟性, 精神, 心智; Chiricahua: -́nii; Chukchi: кувчемгъон; Coptic: ⲙⲉⲩⲓ; Czech: mysl, rozum; Danish: sind, sjæl; indstilling; Dutch: verstand, geest, psyche, denkvermogen, rede; Esperanto: menso; Estonian: mõistus; Finnish: mieli, järki, ymmärrys, pää; French: esprit, raison, intelligence; Friulian: ment; Galician: mente; Georgian: ჭკუა, გონება; German: Verstand, Geist, Sinn; Gothic: 𐌷𐌿𐌲𐍃, 𐍆𐍂𐌰𐌸𐌹, 𐌰𐌷𐌰; Greek: νους, διάνοια, μυαλό; Ancient Greek: νόος, νοῦς, φρήν; Guaraní: anãngua, apytu'ũ; Hawaiian: manaʻo, waihona, noʻonoʻa, naʻau; Hebrew: רוּחַ, מוח, שׂכל; Higaonon: hunahuna; Hindi: मन, दिल; Hungarian: értelem, elme; Icelandic: hugur; Ido: mento; Igbo: uchè; Irish: intinn, meabhair; Middle Irish: menma; Old Irish: menmae; Italian: mente; Japanese: 心, 精神, 知性; Jicarilla: -́nii; Kazakh: ақыл; Khmer: សតិ; Korean: 마음, 심성; Kumyk: гьакъыл; Kurdish Northern Kurdish: hîş; Kyrgyz: акыл; Lao: ດວງຈິດ, ຈິດ; Latgalian: pruots; Latin: mens, animus; Latvian: prāts; Lithuanian: protas; Luxembourgish: Verstand, Geescht; Macedonian: ум, разум; Malay: akal; Malayalam: മനസ്; Maltese: għaqal; Maori: ihomatua; Mongolian: ухаан, оюун; Nanai: мурун; Navajo: bíniʼ; Ngazidja Comorian: âkili Norwegian: forstand, intellekt; Occitan: esperit, ment; Old Church Slavonic Cyrillic: оумъ, разоумъ; Old East Slavic: розумъ; Old English: mōd; Pali: sati; Pashto: ذهن, عقل; Persian: ذهن, عقل; Middle Persian: mānag; Pitjantjatjara: kata; Polish: rozum inan, umysł inan, um; Portuguese: mente; Romagnol: mént; Romanian: minte; Russian: ум, разум, рассудок, интеллект; Rusyn: розум; Sanskrit: मनस्, चित्; Sardinian: mente, menti; Scottish Gaelic: aire; Serbo-Croatian Cyrillic: у̑м, ра̏зӯм; Roman: ȗm, rȁzūm; Shor: ағыл; Slovak: myseľ, rozum, myslenie; Slovene: um, razum; Spanish: mente; Swedish: förstånd, intellekt, psyke; Tajik: ақл; Tatar: зиһен, акыл; Telugu: మనసు, దిమాక్; Thai: จิตใจ, จิต; Tibetan: སེམས; Tocharian B: palsko; Turkish: akıl, zihin, us; Turkmen: akyl; Ukrainian: розум, ум, інтелект; Urdu: عقل; Uyghur: ئەقىل, زېھىن; Uzbek: aql, fikr, zehn, ong; Vietnamese: tinh thần, lòng, tâm trí; Welsh: meddwl; Western Apache: -́niʼ; Yucatec Maya: tuukul; Zulu: ingqondo