α, ον, = νύχιος, Orph.H.9.6 (νυχία codd.).
νύχειος: [ῠ], -α, -ον, = νύχιος, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 6.
νύχειος, -εία, -ον (Α)(δ. γρφ.) βλ. νύχιος.