νύχιος
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1273 (lyr.), Tim.Fr.II, parodied by Macho ap.Ath.8.341d:—
A nightly, i.e.
1 of persons, doing a thing by night, ν. καταλέξεται Hes.Op.523 (v.l.), cf.Th.991, A.Ag. 588, etc.; ἀνὴρ δ' ἐκτέταται ν. as in nightly sleep, S.Ph.857 (lyr.).
2 belonging to night, ν. φθέγματα Id.Ant.1147 (lyr.); ἐνοπαί, γόοι, E.IT 1277, El.141 (both lyr.): in late Prose, ν. θεός Dam.Pr.273.
3 of places, dark as night, gloomy, νυχίαν πλάκα A.Pers.953 (lyr.); δι' ἅλα ν. E.Med.211 (lyr.); ἄντρα Id.Andr.1224 (lyr.); ὑπὸ μέλαθρα νύχια, i.e. into the nether world, Id.Hel.177 (lyr.); χάος Ar.Av. 698: in later Prose, τὸ τῶν ἄντρων ν. Porph.Antr.9.
German (Pape)
[Seite 272] att. auch 2 Endgn, näch il i ch, bei nacht geschehend od. thuend; Hes. O. 521 Theog. 991; ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός, Aesch. Ag. 574, der auch den Hermes χθόνιος καὶ νύχιος nennt, Ch. 717; νυχίων ἐπιφθεγμάτων ἐπίσκοπε heißt Bacchus als Aufseher der nächtlichen Feier, Soph. Ant. 1133; ἀνὴρ δ' ἀνόμματος ἐκτέταται νύχιος, in der Nacht, im Schlafe, Phil. 846; oft bei Eur., wie νύχιοι ὄνειροι, I. T. 1277; auch γόοι, El. 142; sp. D., νύχια θύεα, Ap. Rh. 4, 664; auch übertr., μοῖρα νύχιος, das finstere Todesgeschick, Machon bei Ath. VIII, 341.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui vit, agit ou se fait pendant la nuit;
2 plongé dans une obscurité semblable à celle de la nuit;
3 sombre, obscur.
Étymologie: νύξ.
Russian (Dvoretsky)
νύχιος: (ῠ)
1 ночной (ὄνειροι Eur.; φθέγματα Soph.; ν. ἢ καθ᾽ ἡμέραν Eur.): ν. ἦλθε Aesch. он явился в ночное время; ἐκτέταται ν. Soph. он вытянулся (словно) объятый ночным сном;
2 мрачный, темный (ἅλς Eur.; χάος Arph.): ὑπὸ μέλαθρα νύχια Eur. под мрачные своды (подземного царства).
Greek (Liddell-Scott)
νύχιος: [ῠ], -α, -ον, καὶ -ος, -ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1272, Μάχων παρ’ Ἀθην. 341D· - νυκτερινός, δηλ., 1) ἐπὶ προσώπων, πράττων τι κατὰ τὴν νύκτα, ν. καταλέξεται Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 521, πρβλ. Θεογ. 991, Αἰσχύλ. Ἀγ. 588, κτλ.· νύχιος ἢ καθ’ ἡμέραν Εὐρ. Ἠλ. 141· ἀνὴρ δ’ ἐκτέταται ν., ὡς ἐν νυκτερινῷ ὕπνῳ, Σοφ. Φιλ. 857. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ν. φθέγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1147· ἐνοπαί, ὄνειροι, γόοι Εὐρ. Ι. Τ. 1273, 1277, κτλ. 3) ἐπὶ τόπων, σκοτεινὸς ὡς ἡ νύξ, ζοφερός, νυχίαν πλάκα Αἰσχύλ. Πέρσ. 952 (Ἕρμανν. μυχίαν)· δι’ ἅλα ν. Εὐρ. Μήδ. 211, πρβλ. Ἀνδρ. 1224· ὑπὸ μέλαθρα νύχια, δηλ. εἰς τὸν κάτω κόσμον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 11· χάος Ἀριστοφ. Ὄρν. 698· πρβλ. ῥιπή.
Spanish
Greek Monolingual
νύχιος, -ία, -ον, θηλ. και νύχιος και, κατά δ. γρφ., νύχειος, -εία, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, νυχτερινός («ἰὼ πῡρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκοπε», Σοφ.)
2. αυτός που κάνει κάτι κατά τη νύχτα («ὅτ' ἧλθ' ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός», Αισχύλ.)
3. μτφ. σκοτεινός σαν τη νύχτα («νύχια ἄντρα», Ευρ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ νύχιον
το σκοτάδι
5. φρ. «νύχια μέλαθρα» — ο Κάτω Κόσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- του νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -(ε)ιος].
Greek Monotonic
νύχιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, νυχτερινός,
1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει ενασχόληση τη νύχτα, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτός που συμβαίνει νύχτα, σε Σοφ., Ευρ.
3. λέγεται για τόπους, σκοτεινός όπως η νύχτα, ζοφερός, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
νῠ́χιος, η, ον
nightly, i. e.
1. of persons, doing a thing by night, Hes., Aesch., etc.
2. of things, happening by night, Soph., Eur.
3. of places, dark as night, gloomy, Aesch., Eur.
Léxico de magia
-ον nocturno de Hécate-Selene-Ártemis δεῦρ' ἴθι μοι, νυχία, θηροκτόνε, δεῦρ' ἐπ' ἀγωγῆς ven aquí, junto a mí, nocturna, matadora de fieras, ven con esta evocación P IV 2543 δεῦρο, λύκαινα, καὶ μόλε νῦν, νυχία, χθονία, ἁγία aquí, loba, ven ahora, nocturna, subterránea, sagrada P IV 2550 θύω σοι τόδ' ἄρωμα, Διὸς τέκος, ... ὀρίπλανε εἰνοδία τε, νερτερία νυχία τε te ofrezco esta hierba aromática, hija de Zeus, que vagas por montes, diosa de los caminos, infernal y nocturna P IV 2855 ἐπικαλοῦμαί σε, δέσποινα τοῦ σύμπαντος κόσμου, ... θεὰ μεγαλοδύναμε, δαίμων ἱλαρῶπι, νυχία, ἠροδία te invoco, señora de todo el cosmos, diosa de gran poder, demon de mirada propicia, nocturna P VII 882 de Perséfone τρικάρανε, νυχία, ... Ταρτάρου Κόρη tricéfala, nocturna, Core del Tártaro P IV 1402