ξάνθωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ξάνθισις, Ps.-Democr.Alch. p.54B.

Greek (Liddell-Scott)

ξάνθωσις: ἡ, ἡ εἰς ξανθὸν χρῶμα μεταβολή, Χημικ. Γωσσ.