ξάφνιασμα

Greek Monolingual

και ξάφνισμα, το ξαφνιάζω / ξαφνίζω
1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν
2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα.