ξένως

French (Bailly abrégé)

adv.
en étranger : ξένως ἔχειν τινός être étranger à qch.
Étymologie: ξένος.

Russian (Dvoretsky)

ξένως: чуждо, по-чужому: ξ. ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως Plat. здешний язык чужд мне.

Greek (Liddell-Scott)

ξένως: ἴδε ξένος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

ξένως (Α)
επίρρ. βλ. ξένος.