ξέχωρος

Greek Monolingual

-η, -ο
ξεχωριστός, ιδιαίτερος.
επίρρ...
ξέχωρα
1. χωριστά, ξεχωριστά
2. εκτός, παρεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξέ-χωρος < αρχ. ἐκχωρίζω.