ξεχωριστός
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Greek Monolingual
-ή, -ό ξεχωρίζω
1. αυτός που έχει χωριστή θέση, χωρισμένος, ξεχωρισμένος («κάθεται σε ξεχωριστό θρανίο, γιατί είναι άτακτος»)
2. αυτός που διαφέρει από άλλους ή από άλλα όμοιά του, ιδιαίτερος («είναι ένας ξεχωριστός τρόπος»)
3. αυτός που παρουσιάζει εξαιρετικές ιδιότητες, εκλεκτός, εξαιρετικός, διακεκριμένος («είναι ξεχωριστός άνθρωπος»).
επίρρ...
ξεχωριστά
1. σε ξεχωριστή θέση, χωριστά
2. εκτός, παρεκτός.