ξεχωριστός

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

-ή, -ό ξεχωρίζω
1. αυτός που έχει χωριστή θέση, χωρισμένος, ξεχωρισμένος («κάθεται σε ξεχωριστό θρανίο, γιατί είναι άτακτος»)
2. αυτός που διαφέρει από άλλους ή από άλλα όμοιά του, ιδιαίτεροςείναι ένας ξεχωριστός τρόπος»)
3. αυτός που παρουσιάζει εξαιρετικές ιδιότητες, εκλεκτός, εξαιρετικός, διακεκριμένος («είναι ξεχωριστός άνθρωπος»).
επίρρ...
ξεχωριστά
1. σε ξεχωριστή θέση, χωριστά
2. εκτός, παρεκτός.