ξίφαι

English (LSJ)

τὰ ἐν ταῖς ῥυκάναις δρέπανα ἢ σιδήρια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 279] αἱ, die Eisen am Hobel, Hesych.

Greek Monolingual

ξίφαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἐν ταῖς ῥυκάναις δρέπανα ἤ σιδήρια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ξίφος, ενώ έχει προταθεί και η διόρθωση της σε ξιφίδια].