ξαφτέρουγα

Greek Monolingual

τα
εκκλησιαστικό σκεύος, τα εξαπτέρυγα, απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται κατά τις θρησκευτικές τελετές πάνω σε κοντάρια, τα ιερά λάβαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑξαπτέρυγα, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. πτέρυγα: φτερούγα)].