ξεβοτανίζω

Greek Monolingual

ξεριζώνω και μαζεύω τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα στα ήμερα, βοτανίζω, ξεχορτιαριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-βοτανίζω (αόρ. ἐξ-εβοτάνισα) (βλ. και λ. ξε-)].