τό, guesthouse, PTeb.335.17 (iii A. D.).
ξενίδιον, τὸ (Α)οικίσκος προορισμένος για τους ξένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ιππίδιον)].