ξενίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, road leading abroad, SIG636.24 (Delph., ii B. C.).

Greek Monolingual

ξενίς, -ίδος, ἡ (Α) οδός που οδηγεί σε ξένη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. θαλαμίς)].