ξενιτεία

English (LSJ)

ἡ,
A living abroad, LXX Wi.18.3, Aristeas 249, Ptol.Tetr. III, Vett. Val.63.29 (pl.), Luc.Patr.Enc.8.
2 life of a mercenary in foreign service, Democr.246, PSI1.76.8 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 277] ἡ, das Leben eines Fremden od. in der Fremde, bes. das Leben u. der Dienst eines Kriegers in der Fremde, Luc. Patr. Enc. 8 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
séjour à l'étranger, particul. pour servir comme soldat.
Étymologie: ξενιτεύω.

Russian (Dvoretsky)

ξενιτεία:проживание или военная служба в чужих странах Democr., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ξενῑτεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ξενιτειά», Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΗ΄, 3), Λουκ. Πατρίδ. Ἐγκώμ. 8· ὁ βίος στρατιώτου ὑπηρετοῦντος ἐν ξένῳ στρατῷ, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. τ. 40. 6.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξενιτεία)
βλ. ξενιτιά.

Greek Monotonic

ξενῑτεία: ἡ, ζωή στα ξένα, στην αλλοδαπή, ξενιτεμός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ξενῑτεία, ἡ,
a living abroad, Luc. [from ξενῑτεύω]