ξενοδεκτώ
Greek Monolingual
ξενοδεκτῶ, -έω (Μ)
δέχομαι τους ξένους, περιποιούμαι, φιλοξενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δεκτῶ (< -δεκτος < δέχομαι)].
ξενοδεκτῶ, -έω (Μ)
δέχομαι τους ξένους, περιποιούμαι, φιλοξενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δεκτῶ (< -δεκτος < δέχομαι)].