ξενοθυτώ

Greek Monolingual

ξενοθυτῶ, -έω (ΑΜ)
θυσιάζω ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -θυτῶ (< -θύτης < θύω), πρβλ. ιπποθυτώ].