[Seite 277] ἡ, rasende Vorliebe für alles Fremde (?).
ξενομανία: ἡ, τὸ ξενομανεῖν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
η (Α ξενομανία) ξενομανήςη μέχρι μανίας μίμηση ξένων τρόπων ζωής, συμπεριφοράς ή έκφρασης.