ξενοτροφία
English (LSJ)
ἡ, maintenance of mercenaries, Hyp.Fr.256, Aen. Tact.13 tit.
German (Pape)
[Seite 278] ἡ, das Halten von Miethssoldaten, Hyperid.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοτροφία: ἡ, τὸ τρέφειν ἢ διατηρεῖν μισθοφόρους, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 59.
Greek Monolingual
ξενοτροφία, ἡ (Α) ξενοτρόφος
η διατήρηση ξένων μισθοφορικών στρατευμάτων.