Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξενόπους
Greek Monolingual
ο ζωολ.γένος άνουρων αμφιβίων της οικογένειας pipidae, στο οποίο ανήκουν υδρόβια βατράχια της Αφρικής που φέρουν μικρά μαύρα νύχια στα εσωτερικά τρία δάχτυλα τών ποδιών. < [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenopus<ξένος+πους, ποδός].