ξενότιμος

English (LSJ)

ξενότιμον, honouring strangers, A.Eu.547 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 278] Gastfreunde od. Fremde ehrend, Aesch. Eum. 547.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui honore les hôtes ou les étrangers.
Étymologie: ξένος, τιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ξενότῑμος: чтящий гостей или чужеземцев Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ξενότῑμος: -ον, ὁ τιμῶν τοὺς ξένους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 546.

Greek Monolingual

ξενότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλότιμος].

Greek Monotonic

ξενότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που προσφέρει τιμές σε ξένους, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ξενό-τῑμος, ον, τιμή
honouring strangers, Aesch.