ξεπηδώ

Greek Monolingual

-άω
1. εμφανίζομαι ξαφνικά
2. (για νερό) αναβλύζω
3. παθ. ξεπηδιέμαι
είμαι διαβατός με άλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πηδῶ (αόρ. ἐξ-επήδησα), βλ. και λ. ξ(ε)-].