-άω1. εμφανίζομαι ξαφνικά2. (για νερό) αναβλύζω3. παθ. ξεπηδιέμαιείμαι διαβατός με άλμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πηδῶ (αόρ. ἐξ-επήδησα), βλ. και λ. ξ(ε)-].