άλμα

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄλμα, το (Α)
άλσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνώνυμο της αρχ. λ. ἄλσος. Ετυμολογικά συνδέεται με ρίζα αλ- «τρέφω», πρβλ. και ἀλδαίνω, ἀλθαίνω.
(II)
το (Α ἅλμα)
το πήδημα, ειδικά ως αγωνιστικό άθλημα
νεοελλ.
1. απότομη μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη
2. το απότομο, δίχως ενδιάμεσο σταθμό, πέρασμα του λόγου, της σκέψεως ή της φαντασίας από ένα σημείο σε άλλο
αρχ.
1. πήδημα, αναπήδημα
2. πέσιμο από ψηλά
3. (για την καρδιά) παλμός, σφυγμός
4. (για τα έμβρυα) σκίρτημα
5. η τροχιά του κομήτη (παιγνίδι με πεσσούς επάνω σε άβακα χωρισμένο σε 256 τετραγωνίδια).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλλομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλματίας
νεοελλ.
αλματικός, αλματώδης].