ξεπουλώ

Greek Monolingual

-άω
1. πουλώ εξ ολοκλήρου κτήματα, πράγματα ή εμπορεύματα
2. (για έμπορο) α) εξαντλώ όλα τα εμπορεύματα
β) πουλώ ορισμένα είδη σε χαμηλές τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πωλῶ (αόρ. ἐξ-επώλησα), βλ. και λ. ξ(ε)-].