ξεροβήχω

Greek Monolingual

1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα, ενοχλούμαι από ξερό βήχα
2. βήχω επίτηδες για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου ή για να επισημάνω κάτι σε κάποιον («από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω...»).