επίτηδες

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

(Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές)
επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «το έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῖν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ μὴ ‘πίτηδες μηδὲν ἄλλ’ ὅσον φρονῶ», Ευρ.)
2. κατάλληλα, όπως πρέπει («εἰς τὸν καιρὸν καὶ ὥσπερ ἐπίτηδες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχική μορφή του επιρρήματος είναι ο οξυτονούμενος τύπος (ουδ. επιθέτου) επιτηδές (Όμηρος) απ’ όπου, με μετακίνηση του τόνου, προήλθε ο τύπος επίτηδες είτε λόγω της χρήσεως του επιθέτου ως επιρρήματος είτε για λόγους εκφραστικότητας (πρβλ. αληθές > άληθες, χαρίεν > χάριεν). Το επίρρ. επίτηδες (Ηρόδ., Αριστ., ιων.-αττ.) είναι αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από το επί και ουσ. τήδος, τάδος, που συνδέεται με οσκ. tadait «άς, να νομίσει». Κατ’ άλλους, το επιτᾱδες, ακολουθώντας τον σχηματισμό τών ονομάτων με θ. σε -ς, είναι σύνθετο με α’ συνθετικό επί- και β’ συνθετικό πληθ. ουδ. δεικτικού τάδε, αλλά με μακρό ανώμαλο στην Ελληνική.
ΠΑΡ. επιτήδειος.].