ξεροκόμματο
Greek Monolingual
το
1. κομμάτι ξερού ψωμιού
2. στον πληθ. τα ξεροκόμματα
τα περισσεύματα του τραπεζιού, τα υπολείμματα του γεύματος
3. μτφ. μη ικανοποιητική αμοιβή εργασίας, χαμηλό ημερομίσθιο («δουλεύει για ένα ξεροκόμματο»).
το
1. κομμάτι ξερού ψωμιού
2. στον πληθ. τα ξεροκόμματα
τα περισσεύματα του τραπεζιού, τα υπολείμματα του γεύματος
3. μτφ. μη ικανοποιητική αμοιβή εργασίας, χαμηλό ημερομίσθιο («δουλεύει για ένα ξεροκόμματο»).