1. βρίσκω και εξάγω κάτι βαθιά χωμένο στη γη, αποκαλύπτω κάτι2. ξεθάβω νεκρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-χώνω (αόρ. ἐξ-έχωσα), βλ. λ. ξ(ε)-].