ξεχώνω

Greek Monolingual

1. βρίσκω και εξάγω κάτι βαθιά χωμένο στη γη, αποκαλύπτω κάτι
2. ξεθάβω νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-χώνω (αόρ. ἐξ-έχωσα), βλ. λ. ξ(ε)-].