ξεθάβω
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
και ξεθάφτω και ξεθάπτω
1. βγάζω κάποιον ή κάτι από τον τάφο, κάνω εκταφή
2. ανακαλύπτω και εμφανίζω κάτι λησμονημένο ή κρυμμένο («πού τά ξέθαψες όλα αυτά;»).