ξηροκολλούριον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 279] τό, trockne Augensalbe, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ξηροκολλούριον: τό, ξηρὰ δηλ. πηκτὴ ἀλοιφὴ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀέτ.
Greek Monolingual
ξηροκολλούριον, τὸ (Α)
ξηρή, δηλαδή πηχτή, αλοιφή για τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κολλούριον «κολλύριο»].