ξηροκολλούριον

English (LSJ)

τό, dry, i.e. thick, eyesalve, Gal. 12.725, Alex.Trall.2.

German (Pape)

[Seite 279] τό, trockne Augensalbe, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ξηροκολλούριον: τό, ξηρὰ δηλ. πηκτὴ ἀλοιφὴ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀέτ.

Greek Monolingual

ξηροκολλούριον, τὸ (Α)
ξηρή, δηλαδή πηχτή, αλοιφή για τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κολλούριον «κολλύριο»].