κολλύριο

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

το (Α κολλύριον) κολλύρα
υγρό φάρμακο τοπικής χρήσης που ενσταλάζεται στα μάτια για θεραπεία οφθαλμικών παθήσεων
αρχ.
1. πολτός, αλοιφή
2. λεπτός πηλός πάνω στον οποίο τυπωνόταν μια σφραγίδα
3. κουλούρα.