ξηρολογία

English (LSJ)

ἡ, gathering of dry brushwood, Sammelb.5126.25(iii A.D.).

Greek Monolingual

ξηρολογία, ἡ (Α)
η συλλογή ξερών χόρτων ή θάμνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -λογία].