ξηρόκαρπος
English (LSJ)
ξηρόκαρπον, bearing dry fruit, Thphr. CP 2.8.1 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 279] mit trocknen Früchten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόκαρπος: -ον, ὁ φέρων ξηρὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 1.
Greek Monolingual
ξηρόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει ξηρούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + καρπός (πρβλ. μικρόκαρπος)].