ξηρόφρυκτον

English (LSJ)

τό, = ξηρόμυρον, Aët.16.126(117).

Greek Monolingual

ξηρόφρυκτον, τὸ (Α)
ξηρόμυρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φρυκτή «είδος ρητίνης»].