ξηρόμυρον
English (LSJ)
τό,
A dry perfume, i.e. in cake or powder, PFay.331 (ii A.D.), Aët.16.127(118).
II = rosmarinum, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 279] τό, trockne wohlriechende Salbe, wohlriechendes Streupulver, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόμῠρον: τό, ξηρὸν μύρον, δηλ. ἄρωμα ἐν τεμαχίοις ἢ κόνει, Ἀέτ.
Greek Monolingual
ξηρόμυρον, τὸ (Α)
1. ξηρό μύρο, δηλ. άρωμα σε στερεά μορφή, σε τεμάχια ή σκόνη
2. το δενδρολίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + μύρον.