ξινάρι

Greek Monolingual

το
είδος μικρής σκαπάνης που χρησιμοποιείται κυρίως στην κηπουρική, μικρή αξίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀξιν-άριον, υποκορ. του ἀξίνη / ἀξίνα, με σίγηση του αρκτ. άτονου α-].