ξυλίνη

Greek Monolingual

η
1. ζωολ. γένος βλαβερών λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας noctuidae, που προσβάλλουν κυρίως τα αμπέλια
2. βοτ. παλαιότερος όρος για το ξύλωμα.