ξύλωμα

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλωμα Medium diacritics: ξύλωμα Low diacritics: ξύλωμα Capitals: ΞΥΛΩΜΑ
Transliteration A: xýlōma Transliteration B: xylōma Transliteration C: ksyloma Beta Code: cu/lwma

English (LSJ)

-ατος, τό, piece of woodwork, IG11(2).163A20,29 (Delos, iii B.C.), 12 (2).14.9 (Mytil.; ξύλομα lapis).

Greek Monolingual

το (Α ξύλωμα) ξυλώ
νεοελλ.
τμήμα του αγγειώδους συστήματος τών φυτών, σύνθετος ιστός ο οποίος μεταφέρει νερό και ανόργανα άλατα εν διαλύσει από τις ρίζες στα υπόλοιπα μέρη του φυτού και παρέχει μηχανική υποστήριξη στον φυτικό οργανισμό
αρχ.
τεμάχιο κατεργασμένου ξύλου.