ξυλοκαστέλλιον
German (Pape)
[Seite 281] τό, von castellum abgeleitet, hölzernes Häuschen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξυλοκαστέλλιον: τό, = ξύλινον καστέλλιον, Ἀπολλόδ. Ἀρχιτ. 46.
Greek Monolingual
και ξυλοκαστέλι, το (ΑΜ ξυλοκαστέλλιον)
ξύλινο καστέλι, ξύλινο φρούριο
νεοελλ.-μσν.
ξύλινος πύργος τον οποίο τοποθετούσαν κατά τον μεσαίωνα και κυρίως στο Βυζάντιο πάνω στα τείχη φρουρίου ή στα κατάρτια τών δρομώνων, δηλαδή βυζαντινών πολεμικών ιστιοφόρων πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καστέλ(λ)ιο(ν) «μικρό φρούριο»].