καστέλι

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

το (Μ καστέλλιον και καστέλλιν και καστίλλιον)
μικρό φρούριο, κάστρο, οχυρός πύργος
νεοελλ.-μσν.
κώμη χτισμένη σε ύψωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellum «κάστρο»].