ξυλοκοπία
English (LSJ)
ἡ,
A wood-cutting, PLille5.49 (iii B. C.), PSI4.323, al. (iii B. C.).
II = Lat. fustuarium, Plb.6.37.2.
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, das Schlagen mit dem Stocke, Stockprügel, Pol. 6, 37, 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bastonnade.
Étymologie: ξυλοκόπος.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλοκοπία: ἡ избивание палкой, палочные удары Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκοπία: ἡ, «ξυλοφόρτωμα», δαρμός, Λατ. fustuarium, Πολύβ. 6. 37, 2.
Greek Monolingual
ξυλοκοπία, ἡ (Α) ξυλοκόπος
1. το κόψιμο τών ξύλων
2. ξυλοκόπημα, ραβδισμός.
Greek Monotonic
ξῠλοκοπία: ἡ, ραβδισμός, ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα, Λατ. fustuarium, σε Πολύβ.
Middle Liddell
ξῠλοκοπία, ἡ,
a cudgelling, Lat. fustuarium, Polyb.