ξυλοκόπημα

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

το
άγριος ξυλοδαρμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλοκοπώ. Η λ., στον πληθ. ξυλοκοπήματα, μαρτυρείται από το 1811 στον Αδ. Κοραή].