ξυλοσοφία

Greek (Liddell-Scott)

ξυλοσοφία: ἡ, μωρὰ σοφία, διὰ τὴν ξυλοσοφίαν των πολλοὺς ἐξαπατῆσαν Ἀνών. Φυσιολ. στ. 464, ἐν Annu. etc. VII, σ. 249.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξυλοσοφία)
η μωροσοφία, η ανόητη σοφία.