ξυλοσοφῶ, -έω (Μ)προσποιούμαι τον σοφό, κάνω τον φιλόσοφο χωρίς να είμαι, είμαι ξυλόσοφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -σοφῶ μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. ξυλόσοφος].