[Seite 281] ὁ, ein an einen Stock gebundener Schwamm, Sp.
ξῠλόσπογγος: ὁ, καὶ -σπόγγιον, τό, σπόγγος δεδεμένος ἐπὶ τοῦ ἄκρου ξύλου, Ἱππιατρ. σ. 187.